- μιστύλλω
- μιστύλλω (Α)κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω)αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οικογένεια ανάγεται σε θ. *μιστο- (< *μιτ-το- ή *μιδ-το- ή *μιθ-το-) ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μιστύς. Το ρ. συνδέεται πιθ. με γοτθ. maitan «κομματιάζω, κόβω», αρχ. ισλδ. meita «κόβω», meitill «σμίλη», αρχ. νορβ. meida «τραυματίζω, πληγώνω» (< *meid-). Αμφίβολη εξάλλου θεωρείται η σύνδεση τού ρ. με αρχ. ινδ. methati «τραυματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.